Σῑσυφος

Σῑσυφος
Σῑ́συφος K
Grammatical information: m.
Meaning: Son of Aiolos, the most cunning of men, known especially as one of the penitents of the underworld (Il.).
Derivatives: Σισυφ-ία χθών = Corinth (Epigr. ap. Paus.), also -ὶς ἀκτή, αἶα (Theoc., AP), -ειος `belonging to S.' (E.), -ειον n. `temple of Sisyphos' (D. S., Str.); -ίζω `to act like S.' (Phryn. PS).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Often connected with σοφός, which seems not improbable. The 1. part is then diff. interpreted: reinforcing IE *tu̯i- (Brugmann IF 39, 140ff.; cf. on σιγαλόεις); intensive reduplication (Carnoy Le Muséon 67, 362); cf. σέσυφος πανοῦργος H. To be rejected E. Maaß Byz.-neugr. Jbb. 5, 172ff.; cf. Kretschmer Glotta 17, 264. -- Furnée 357 etc. connects σέσυφος, ἀσύφηλος and αἰσύφιος.
Page in Frisk: 2,711

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συφός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συφός — ὁ, Α χοιροστάσιο, συφεός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού συφεός*] …   Dictionary of Greek

  • σύφος — α, ον, Α (αιολ. τ.) βλ. σοφός …   Dictionary of Greek

  • συφοῖσι — συφός masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συφοῖσιν — συφός masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συφοί — συφός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συφοῦ — συφός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Сизиф — (Σίσιφος, Sisyphys) сын Эола; царствовал в построенном им городе Эфире (= Коринф) и был основателем истмийских игр. Как указывает самое его имя (σίσυφος одного корня с σοφός, дорич. συφός), С. был олицетворением мудрости, изобретательности,… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • σίφαρος — ο, ΝΑ, και σείφαρος, Α τριγωνικό ιστίο που υψώνεται πάνω από την πιο ψηλή κεραία τού πλοίου αρχ. (κυρίως ο τ. σείφαρος) σκηνή θεάτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολ., πιθ. δάνειος. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με σημιτικό šaperīr,… …   Dictionary of Greek

  • σιγαλόεις — εσσα, εν, Α (επικ. τ.) 1. (ιδίως για γυναικεία ενδύματα διακοσμημένα, κεντημένα, με πολλά και λαμπερά χρώματα) λείος, στιλπνός, γυαλιστερός («χιτῶνα... σιγαλόεντα», Ομ. Οδ.) 2. (για τους χαλινούς τών αλόγων) αυτός που λάμπει από τα μεταλλικά… …   Dictionary of Greek

  • σισύμβριο — το / σισύμβριον, ΝΜΑ νεοελλ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια βρασσικίδες τής τάξης καππαρώδη, με 150 περίπου είδη ποών που είναι ιθαγενείς τών ευκράτων και ψυχρών περιοχών τού βόρειου ημισφαιρίου, από τα οποία στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”